- ομοιοθερμία
- η теплокровность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομοιοθερμία — 1. η ύπαρξη τής ίδιας θερμοκρασίας σε όλα τα σημεία ή μέρη ενός σώματος ή συστήματος 2. βιολ. η ικανότητα τών ανώτερων ζώων να διατηρούν σταθερή την εσωτερική τους θερμοκρασία ανεξάρτητα από τη θερμοκρασία τού περιβάλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek
ομοθερμία — η [ομόθερμος] ομοιοθερμία … Dictionary of Greek